- δρέπω
- (AM δρέπω, Α και δρέπτω)1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους»)2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους»)αρχ.μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δρέπω ανάγεται σε ρίζα *drep-, μηδενισμένη βαθμίδα (dr-) τής ρίζας *der- «γδέρνω, ξεσχίζω, αποχωρίζω» (πρβλ. δέρω) παρεκτεταμένη με -ep- (dr--ep-). Συνδέεται με τα δρύπτω / δρύφω και παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με τα τρέπω, κλέπτω. Από το δρέπω προήλθε και το δρεπάνη].
Dictionary of Greek. 2013.